- στεφανοθήκη
- η, Νξύλινη ή μεταλλική θήκη που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τών νυφικών στεφάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανο + θήκη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. στεφανοθῆκαι, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.